ακτινοβόληση
Greek Monolingual
η τεχνολ.
η έκθεση ενός υλικού, ενός αντικείμενου ή ενός ζωντανού οργανισμού σε ιοντίζουσες ακτινοβολίες (ακτίνες Χ, ακτίνες γ, υπεριώδεις ακτίνες κ.λπ.).
η τεχνολ.
η έκθεση ενός υλικού, ενός αντικείμενου ή ενός ζωντανού οργανισμού σε ιοντίζουσες ακτινοβολίες (ακτίνες Χ, ακτίνες γ, υπεριώδεις ακτίνες κ.λπ.).