αλευρόμαντις

Greek Monolingual

ἀλευρόμαντις (-εως), ο (AM)
αυτός που ασκεί τη μαντική χρησιμοποιώντας αλεύρι.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄλευρον + μάντις.
ΠΑΡ. μσν. ἀλευρομαντεῖον.