αληθοεπής

Greek Monolingual

-ές (Α ἀληθοεπής)
αυτός που λέει την αλήθεια.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀληθὴς + -επὴς < ἔπος.
ΠΑΡ. νεοελλ. αληθοέπεια].