αλιπόρφυρος

Greek Monolingual

ἁλιπόρφυρος, -ον (Α)
αυτός που έχει το χρώμα της θαλασσινής πορφύρας, ολοπόρφυρος, κατακόκκινος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἁλι- (< ἅλς) + -πόρφυρος < πορφύρα.