αλφαβητικός

Greek Monolingual

-ή, -ό αλφάβητος
1. αυτός που έχει συνταχθεί με τη σειρά τών γραμμάτων της αλφαβήτου
2. επίρρ. αλφαβητικώς και -ά, με αλφαβητική σειρά.