αλωνάρικος

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μήνα Ιούλιο, τον Αλωνάρη.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αλώνι + παραγ. κατάλ. -άρικος].