αμίμητος
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀμίμητος, -ον)
1. αυτός, τον οποίο δεν μιμήθηκε ή δεν μπορεί να μιμηθεί κανείς
2. ανυπέρβλητος, ασυναγώνιστος, άφθαστος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀ- στερ. + μιμητός < μιμοῦμαι.
ΣΥΝΘ. αρχ. ἀμιμητόβιος.
-η, -ο (Α ἀμίμητος, -ον)
1. αυτός, τον οποίο δεν μιμήθηκε ή δεν μπορεί να μιμηθεί κανείς
2. ανυπέρβλητος, ασυναγώνιστος, άφθαστος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀ- στερ. + μιμητός < μιμοῦμαι.
ΣΥΝΘ. αρχ. ἀμιμητόβιος.