αμίς

Greek Monolingual

ἀμίς (-ίδος), η (Α)
ουροδοχείο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄμη. Απαντά και τ. ἁμὶς < ἅμη, ἄμη).
ΠΑΡ. αρχ. ἀμίδιον.