αμαλλοδετήρ

Greek Monolingual

ἀμαλλοδετήρ (-ῆρος), ο (Α)
αυτός που δένει τα στάχυα σε δεμάτια.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄμαλλα «δεμάτι από θερισμένα στάχυα» + -δετήρ < δῶ (-έω) «δένω»].