αμαρτοεπής

Greek Monolingual

ἁμαρτοεπής, -ές (Α)
1. αυτός που σφάλλει στους λόγους, που μιλάει παράδοξα ή ματαιόδοξα
2. φρ. «οἶνος ἁμαρτοεπής», αυτός που κάνει τους ανθρώπους να φλυαρούν, να μην προσέχουν τα λόγια τους.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἁμαρτο- (< ἁμαρτάνω) + -επὴς < ἔπος.