ἀμβλῶ (-όω) (Α)ἀμβλίσκω.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Παράλλ. τ. του ρ. ἀμβλίσκω.ΠΑΡ. αρχ. ἀμβλωθρίδιοςμσν.ἀμβλώθριον].