αμερσίγαμος
Greek Monolingual
ἀμερσίγαμος, -ον (Α)
αυτός που αποστερεί κάποιον από τον δεσμό του γάμου.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀμέρδω + -γάμος < γάμος.
ἀμερσίγαμος, -ον (Α)
αυτός που αποστερεί κάποιον από τον δεσμό του γάμου.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀμέρδω + -γάμος < γάμος.