αμευσιεπής

Greek Monolingual

ἀμευσιεπής, -ές, (Α)
αυτός που ξεπερνά τα λόγια, ευρετικός, επινοητικός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀμευσι- (< ἀμεύομαι + -επὴς < ἔπος.