αμυγδαλεώνας

Greek Monolingual

και αμυγδαλιώνας και μυγδαλιώνας, ο
τόπος κατάφυτος από αμυγδαλιές.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Αμυγδαλεώνας < αμυγδαλέα (πρβλ. πορτοκαλέα-πορτοκαλεώνας). Ο τ. αμυγδαλιώνας < αμυγδαλεώνας ή απευθείας < αμυγδαλιά].