Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
αμφίδετος
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀμφίδετος, -ον) νεοελλ. αυτός που είναι στερεωμένος με αμφιδετήση αρχ. αυτός που είναι τοποθετημένος ή δεμένος γύρω από κάτι. [ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ<ἀμφιδέω. ΠΑΡ.νεοελλ.ἀμφιδετώ].