αμφίκολλος
Greek Monolingual
ἀμφίκολλος, -ον (Α)
ο κολλημένος και από τις δύο πλευρές, στερεωμένος και στις δύο άκρες του.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀμφι- + -κολλος < κόλλα.
ἀμφίκολλος, -ον (Α)
ο κολλημένος και από τις δύο πλευρές, στερεωμένος και στις δύο άκρες του.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀμφι- + -κολλος < κόλλα.