αμφίπολις

Greek Monolingual

ἀμφίπολις και ποιητ. ἀμφίπτολις, ο, η (Α)
1. αυτός που περιβάλλει μια πόλη
2. (το θηλυκό ως ουσ.) ἡ ἀμφίπολις
α) πόλη που έχει και από τις δύο πλευρές της ποτάμι (τον Στρυμόνα)
β) πόλη έτσι χτισμένη ώστε να είναι και ηπειρωτική και παραθαλάσσια (Θουκ. 4, 102).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀμφι- + πόλις.