αναγνωσματάριο

Greek Monolingual

και -άρι, το
το αναγνωστικό (βλ. αναγνωστικός).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανάγνωσμα. Η λ. πρωτοχρησιμοποιήθηκε από τον φιλόλογο Ιωάννη Βενθύλο το 1851].