αναγνωσματογράφος
Greek Monolingual
ο, η
αυτός που γράφει αναγνώσματα (μυθιστορήματα κ.λπ.) σε εφημερίδες ή περιοδικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανάγνωσμα -τος + -γραφος].
ο, η
αυτός που γράφει αναγνώσματα (μυθιστορήματα κ.λπ.) σε εφημερίδες ή περιοδικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανάγνωσμα -τος + -γραφος].