αναδέκτης

Greek Monolingual

ο αναδέχομαι
αποδέκτης «πρόθυμον αναδέκτην του φορτίου» (Παπαδ. Γ΄, 3), δηλ. πρόθυμο αχθοφόρο, βαστάζο.