αναθορυβώ

Greek Monolingual

(-έω) (Α ἀναθορυβῶ) θορυβῶ
κάνω θόρυβο, επιδοκιμάζω κάτι θορυβωδώς, επικροτώ κραυγάζοντας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + θορυβῶ].