αναιτιότητα
Greek Monolingual
η
το αβάσιμο μιας κατηγορίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αναίτιος. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο νομοτεχνικό Ιταλοελληνικό Λεξικό].
η
το αβάσιμο μιας κατηγορίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αναίτιος. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο νομοτεχνικό Ιταλοελληνικό Λεξικό].