ανακάθαρση

Greek Monolingual

η (Α ἀνακάθαρσις) ἀνακαθαίρω
το εκ νέου ή πλήρες καθάρισμα, ξεκαθάρισμα
αρχ.
καθάρισμα του στομαχιού με εμετό.