ανακάτευτος
Greek Monolingual
-η, -ο
ο ανακάτωτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανακατευτός < ανακατεύω. Η σημ. της στερήσεως προήλθε από τον αναβιβασμό του τόνου].
-η, -ο
ο ανακάτωτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανακατευτός < ανακατεύω. Η σημ. της στερήσεως προήλθε από τον αναβιβασμό του τόνου].