ανακαγχασμός

Greek Monolingual

ο
δυνατό, πλατύ γέλιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανακαγχάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1880 στον Ιω. Καμπούρογλου («Φλοξ»), ιστορικό, λογοτέχνη].