ανακοινωτής

Greek Monolingual

ο
1. αυτός που γνωστοποιεί έγγραφο, είδηση ή γεγονός
2. αυτός που ανακοινώνει, γνωστοποιεί, κοινοποιεί δικαστικά ή άλλα δημόσια έγγραφα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανακοινώνω(-ώ). Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο Ιταλοελληνικό Νομοτεχνικό Λεξικό].