αναλύτης

Greek Monolingual

ο (Α ἀναλύτης)
νεοελλ.
1. αυτός που κάνει ή προκαλεί ανάλυση
2. (για πράγματα) αυτός με τον οποίο γίνεται ανάλυση
αρχ.
1. σωτήρας, κυρίως αυτός που απαλλάσσει από τα κακά, από τις μαγγανείες
2. αυτός που εξηγεί τα όνειρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναλύω.
ΠΑΡ. αναλυτικός].