αναρτώμαι

Greek Monolingual

ἀναρτῶμαι (-έομαι) (Α)
είμαι έτοιμος ή προετοιμασμένος να κάνω κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α)- + αρτέομαι «προετοιμάζομαι»].