αναστρωφώ

Greek Monolingual

ἀναστρωφῶ (-άω) (Α) αναστρέφω
1. ενεργ. στρέφω προς όλες τις κατευθύνσεις
2) μέσ. α) περιπλανώμαι, περιφέρομαι
β) ζω, διάγω.