ἀνδραχθής, -ές (Α)(για πράγματα)1. αυτός που το βάρος του είναι περίπου ίσο με το βάρος ενός άνδρα2. βαρύς.[ΕΤΥΜΟΛ. < ανήρ, ανδρός + -αχθής < άχθομαι «βαρύνομαι, είμαι φορτωμένος» (πρβλ. δυσαχθής, βαρυαχθής, κ.ά.)].