ανεκτικότητα

Greek Monolingual

η
το να είναι κανείς ανεκτικός, καρτερικότητα, ανοχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανεκτικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1873 στον Μιλτιάδη Χουρμούζη].