ανθί

Greek Monolingual

και άνθι
1. το άνθος ή αυτό που μοιάζει με άνθος σε φυτά μη κοσμητικά ή αρωματικά (π.χ. του πεύκου, του αμπελιού, του αγκαθιού)
2. το ανθάκι της λεμονιάς ή πορτοκαλιάς.