ανθρωποειδής
Greek Monolingual
-ές (Α ἀνθρωποειδής) ανθρωπόμορφος, αυτός που μοιάζει με άνθρωπο
(«ἀνθρωποειδεῖς θεοί», «ἀνθρωποειδεῖς πίθηκοι»
Αριστοτέλης).
-ές (Α ἀνθρωποειδής) ανθρωπόμορφος, αυτός που μοιάζει με άνθρωπο
(«ἀνθρωποειδεῖς θεοί», «ἀνθρωποειδεῖς πίθηκοι»
Αριστοτέλης).