ανθρωποτομία

Greek Monolingual

η
η ανατομή του ανθρώπινου σώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. anthropotomy < an-throp(o) (< άνθρωπος) + ana tomy (πρβλ. ανατομία)].