ανισομερής

Greek Monolingual

(-ούς), -ές
αυτός που αποτελείται από άνισα μέρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άνισος + μερής < μέρος. Η λ. μαρτυρείται από το 1869 στον λόγιο και γιατρό Ιωάννη Ν. Λεβαδέα].