αντιγραφέας

Greek Monolingual

ο (ΜΑ ἀντιγραφεύς)
νεοελλ.
1. πρόσωπο ή μηχάνημα που αντιγράφει κείμενα
2. καλλιτέχνης που φιλοτεχνεί αντίγραφα έργων τέχνης
3.μτφ. λογοκλόπος
μσν.
χαρτοφύλακας
αρχ.
1. καταγραφέας και ελεγκτής δημόσιων εσόδων
2. πρακτικογράφος
3.αυτός που υπαγόρευε κείμενα σε γραφείς.