αντιπρόεδρος
Greek Monolingual
ο
ο αναπληρωτής του προέδρου (το αξίωμα: αντιπροεδρία).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αντι - + πρόεδρος. Η λ. μαρτυρείται από το 1822 στα Έγγραφα της Ελληνικής Κυβερνήσεως. Η λ. αντιπροεδρία (< αντιπρόεδρος) μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικό Λεξικό του Άγγελου Βλάχου].