-η, -ο (Α ἀνύποπτος, -ον)αυτός που δεν υποψιάζεται κάτι ή δεν έχει υποψίες για κάποιοναρχ.-μσν.όποιος δεν γεννά υποψίες, δεν τον υποπτεύονται οι άλλοι.