Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
απάγκιος
Greek Monolingual
κ. -γκειος, -α, -ο 1. ο απάνεμος, ο προφυλαγμένος απ' τους ανέμους 2.το ουδ. ως ουσ. α) το απάνεμο μέρος β) η νηνεμία. [ΕΤΥΜΟΛ.<απ(ο)- +άγκειος «απάνεμοςτόπος»].