απάγκιος

Greek Monolingual

κ. -γκειος, -α, -ο
1. ο απάνεμος, ο προφυλαγμένος απ' τους ανέμους
2. το ουδ. ως ουσ. α) το απάνεμο μέρος
β) η νηνεμία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απ(ο)- + άγκειος «απάνεμος τόπος»].