απένταρος

Greek Monolingual

ο
αυτός που δεν έχει πεντάρα, δεν έχει καθόλου χρήματα, άφραγκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- (στερ). + πεντάρα. Η λ. μαρτυρείται από το 1882 στον Ευθ. Γουβέλη].