απέξω

Greek Monolingual

κ. απόξω κ. απαπέξω (Μ ἀπέξω) επίρρ.
1. έξω από
2. από το έξω μέρος
νεοελλ.
1. από το εξωτερικό
2. από μνήμης, από στήθους
μσν.
προς τα έξω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (φρ). απ' έξω, απ' όξω (< φρ. απ' έξω με προληπτική αφομοίωση του ε-)].