απαιολώ

Greek Monolingual

ἀπαιολῶ (-άω ή -έω) (Α)
περιπλέκω, συγχέω, μπερδεύω, παραπλανώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απ(ο)- + αιολώ «ποικίλλω»].