Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
απαράβατος
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀπαράβατος, -ον) εκείνος τον οποίο δεν μπορεί ή δεν πρέπεικανείς να παραβεί αρχ. 1. αυτός που δεν μεταβιβάζεται σε άλλον, ο σταθερός 2. όποιος δεν παραβαίνει κάτι.