απλησίαστος

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀπλησίαστος, -ον)
αυτός που δεν μπορεί να τον πλησιάσει κανείς, απρόσιτος
νεοελλ.
(για ανθρώπους) αυστηρός, δυσπρόσιτος.