Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ἀπλοΐς (-ίδος), η (Α) απλούς1. αυτή που δεν διπλώνει, μονή («ἀπλοΐδες χλαῖναι», Όμ.)2. ως ουσ. μικρό, μονό ιμάτιο.