και απλά (AM ἁπλῶς) επίρρ.απλά, φυσικά, απονήρευτααρχ.1. κατά ένα και μόνο τρόπο2. αφελώς, χωρίς επιτήδευση, ειλικρινά, καθαρά3. απόλυτα, ανεξαίρετα.