απογοήτευση

Greek Monolingual

η
1. αποθάρρυνση, μελαγχολία
2. διάψευση ελπίδων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απογοητεύω. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στον Κ. Πωπ, ως απόδοση του γαλλ. desenchantement].