(Α ἀπολήγω) λήγωνεοελλ.καταλήγω σε κάτι, έχω ως αποτέλεσμααρχ.1. δίνω τέλος σε κάτι2. παύω, σταματώ, περνώ3. σταματώ να κάνω κάτι4. (για άνεμο) κοπάζω, πέφτω5. (μτχ. ως ουσ.) τὸ ἀπολῆγονη απόληξη, η άκρη, το άκρον.