απραγματοποίητος

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που δεν έχει ή δεν είναι δυνατόν να πραγματοποιηθεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + πραγματοποιούμαι. Η λ. μαρτυρείται στον Σπ. Τρικούπη].