-η, -ο (AM ἀργυρώνητος, -ον)αυτός που έχει εξαγοραστεί με χρήματα, που έχει δωροδοκηθεί, ο πουλημένοςαρχ.ως ουσ. ο αγορασμένος με χρήματα, ο δούλος.[ΕΤΥΜΟΛ. < άργυρος + ωνητός < ωνούμαι «αγοράζω, παζαρεύω»].